- παραπληροφορώ
- -έωπαρέχω διαστρεβλωμένη πληροφόρηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραπληροφόρηση — η [παραπληροφορώ] η μη σωστή ενημέρωση με την απόκρυψη ή καθυστερημένη μετάδοση ορισμένων πληροφοριών, με την υπέρμετρη προβολή άλλων ή με τη διάδοση ειδήσεων που δεν ανταποκρίνονται στα πραγματικά γεγονότα, τακτική που συνεπάγεται παραποίηση και … Dictionary of Greek